Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ραιβόκλαδος η ραιβόκλαδη το ραιβόκλαδο
      γενική του ραιβόκλαδου της ραιβόκλαδης του ραιβόκλαδου
    αιτιατική τον ραιβόκλαδο τη ραιβόκλαδη το ραιβόκλαδο
     κλητική ραιβόκλαδε ραιβόκλαδη ραιβόκλαδο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ραιβόκλαδοι οι ραιβόκλαδες τα ραιβόκλαδα
      γενική των ραιβόκλαδων των ραιβόκλαδων των ραιβόκλαδων
    αιτιατική τους ραιβόκλαδους τις ραιβόκλαδες τα ραιβόκλαδα
     κλητική ραιβόκλαδοι ραιβόκλαδες ραιβόκλαδα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ραιβόκλαδος < ραιβός + -ο- + κλάδος < αρχαία ελληνική ῥαιβός + κλάδος

  Επίθετο επεξεργασία

ραιβόκλαδος

  1. (κυριολεκτικά) που έχει ραιβά / στραβά κλαδιά
  2. (μεταφορικά) ραιβός, ραιβόποδος

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία