ραιβόκλαδος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ραιβόκλαδος
- (κυριολεκτικά) που έχει ραιβά / στραβά κλαδιά
- (μεταφορικά) ραιβός, ραιβόποδος
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ραιβόκλαδος
|
ραιβόκλαδος
|