Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ραιβόποδος η ραιβόποδη το ραιβόποδο
      γενική του ραιβόποδου της ραιβόποδης του ραιβόποδου
    αιτιατική τον ραιβόποδο τη ραιβόποδη το ραιβόποδο
     κλητική ραιβόποδε ραιβόποδη ραιβόποδο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ραιβόποδοι οι ραιβόποδες τα ραιβόποδα
      γενική των ραιβόποδων των ραιβόποδων των ραιβόποδων
    αιτιατική τους ραιβόποδους τις ραιβόποδες τα ραιβόποδα
     κλητική ραιβόποδοι ραιβόποδες ραιβόποδα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ραιβόποδος < αρχαία ελληνική ῥαιβός + πούς

  Επίθετο επεξεργασία

ραιβόποδος

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία