branche
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- branche < δημώδης λατινική branca (πόδι ζώου)
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
branche | branches |
branche (fr) θηλυκό
![]() |
ενικός | πληθυντικός |
branche | branches |
branche (fr) θηλυκό