Δείτε επίσης: Branche, branché

  Ετυμολογία

επεξεργασία
branche < δημώδης λατινική branca (πόδι ζώου)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /br̃ɑʃ/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
branche branches

branche (fr) θηλυκό

  1. το κλαδί
  2. ο κλάδος

Συγγενικά

επεξεργασία