Δείτε επίσης: Branche, branche

  Ετυμολογία

επεξεργασία
branché < brancher

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /brɑ̃.ʃe/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
branché branchés

branché (fr)

  1. μοντέρνος
  2. που ανήκει σε κάποιο ρεύμα, « της μόδας »

Συγγενικά

επεξεργασία