δυνάμεων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαδυνάμεων θηλυκό
- γενική πληθυντικού του δύναμη
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαδυνάμεων θηλυκό
- γενική πληθυντικού του δύναμις
δυνάμεων θηλυκό
δυνάμεων θηλυκό