εδαφομηχανική
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εδαφομηχανική | οι | εδαφομηχανικές |
γενική | της | εδαφομηχανικής | των | εδαφομηχανικών |
αιτιατική | την | εδαφομηχανική | τις | εδαφομηχανικές |
κλητική | εδαφομηχανική | εδαφομηχανικές | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαεδαφομηχανική θηλυκό
- η επιστήμη της οποίας αντικείμενο έρευνας και μελέτης είναι οι φυσικές ιδιότητες και οι τρόποι χρησιμοποίησης των εδαφών
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία εδαφομηχανική
|