κυματομηχανική
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κυματομηχανική < κύμα + -ο- + μηχανική (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική wave mechanics)
Ουσιαστικό
επεξεργασίακυματομηχανική θηλυκό
- (φυσική) η θεωρία ότι τα υποατομικά σωματίδια έχουν τα χαρακτηριστικά τόσο των κυμάτων όσο και των σωματιδίων
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κυματομηχανική