κβαντομηχανική
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κβαντομηχανική | ||
γενική | της | κβαντομηχανικής | ||
αιτιατική | την | κβαντομηχανική | ||
κλητική | κβαντομηχανική | |||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- κβαντομηχανική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου κβαντομηχανικός
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
κβαντομηχανική θηλυκό
- (φυσική) → δείτε τη λέξη κβαντοφυσική
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
κβαντομηχανική
Κλιτικός τύπος επιθέτουΕπεξεργασία
κβαντομηχανική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του κβαντομηχανικός