στερεομηχανική
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαστερεομηχανική θηλυκό
- (μηχανική, φυσική) κλάδος της μηχανικής που μελετά τη συμπεριφορά των στερεών σωμάτων υπό την επίδραση δυνάμεων
Μεταφράσεις
επεξεργασία στερεομηχανική
|