στερεο-
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στερεο- < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική στερεο- < στερεό(ς)
- για τους σύγχρονους όρους < λόγιο ενδογενές δάνειο: διαγλωσσική ορολογία stereo-, όπως αγγλικά stereo-, γαλλικά stéréo- < αρχαία ελληνική στερεο-[1][2]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ste.ɾe.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στε‐ρε‐ο-
Πρόθημα
επεξεργασίαστερεο-, στερεό-
πρώτο συνθετικό που δηλώνει
- τη στερεή κατάσταση ύλης σε αντίθεση με την υγρή ή αέρι
- τη σταθερότητα, την ιδιότητα του στερεού, σταθερού ή την τυποποίηση
- (επιστημονικοί όροι) το μέσο ή τη μέθοδο για τρισδιάστατη ανάλυση ή απεικόνιση
Σύνθετα
επεξεργασία- στερεο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα στερεο- στο Βικιλεξικό
- στερεό- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα στερεό- στο Βικιλεξικό
- Όροι με στερεο- — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ στερεο- - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ στερεο- - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στερεο- < στερεό(ς)
Πρόθημα
επεξεργασίαστερεο-, στερεό-
- πρώτο συνθετικό που δηλώνει σταθερότητα, την ιδιότητα του στερεού
Σύνθετα
επεξεργασία- στερεο- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα στερεο- στο Βικιλεξικό
- στερεό- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα στερεό- στο Βικιλεξικό
- Λέξεις στερεο- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts