στερεότυπος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
στερεότυπος, -η, -ο
- που τυπώθηκε με τη μέθοδο της στερεοτυπίας
- ※ Πήρε την παλιά μεγάλη στερεότυπη έκδοση που είχε και την άνοιξε στο "Συμπόσιο". (Ίων Δραγούμης (1914) Σώνουν οι μάρτυρες! [διήγημα])
- (μεταφορικά) που επαναλαμβάνεται χωρίς αλλαγές, που δεν έχει ποικιλία
- (φιλολογία) που έχει τυπωθεί χωρίς ερμηνευτικά σχόλια και περικοπές
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
στερεότυπος