στερεότυπα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στερεότυπα < στερεότυπ(o) + -ά
Επίρρημα
επεξεργασίαστερεότυπα (τροπικό επίρρημα)
- με στερεότυπο τρόπο, που δεν μεταβάλλεται ανάλογα με τις συνθήκες αλλά επαναλαμβάνεται το ίδιο σε κάθε περίσταση
- ※ Μάταιος κόπος. Στους πολέμους -σου λέει στερεότυπα- πρώτο θύμα είναι η αλήθεια
- Μιχάλης Μητσός, «Συνωμοσίες», Τα Νέα Online (13 Απριλίου 2018)· πρόσβαση: 2021-10-27.
- ※ Μάταιος κόπος. Στους πολέμους -σου λέει στερεότυπα- πρώτο θύμα είναι η αλήθεια
Άλλες μορφές
επεξεργασία- στερεωτύπως (καθαρέυουσα)
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία στερεότυπα
|
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαστερεότυπα ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του στερεότυπο