στερεοτύπης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- στερεοτύπης < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ste.ɾe.oˈti.pis/
Ουσιαστικό επεξεργασία
στερεοτύπης αρσενικό
- (επάγγελμα) ειδικός τεχνίτης στερεοτυπίας
Μεταφράσεις επεξεργασία
στερεοτύπης
|