ενεστώτας stereotype
γ΄ ενικό ενεστώτα stereotypes
αόριστος stereotyped
παθητική μετοχή stereotyped
ενεργητική μετοχή stereotyping

stereotype (en)

  • τυποποιώ
    ⮡  The actor risks being stereotyped when he plays certain roles.
    Ο ηθοποιός κινδυνεύει να τυποποιηθεί, όταν παίζει μόνο ορισμένους ρόλους.