στερεοποίησις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | στερεοποίησῐς | αἱ | στερεοποιήσεις | ||||
γενική | τῆς | στερεοποιήσεως | τῶν | στερεοποιήσεων | ||||
δοτική | τῇ | στερεοποιήσει | ταῖς | στερεοποιήσεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | στερεοποίησῐν | τὰς | στερεοποιήσεις | ||||
κλητική ὦ! | στερεοποίησῐ | στερεοποιήσεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | στερεοποιήσει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | στερεοποιησέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- στερεοποίησις < στερεοποιῶ (κλίση στερεοποιέω), στερεοποιη- + -σις (-ησις). Μορφολογικά αναλύεται σε αρχαία ελληνική στερεο- + -ποίησις.
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστερεοποίησις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις στερεοποιῶ, στερεός και ποιῶ
Πηγές
επεξεργασία- στερεοποίησις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.