Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στερεοποίηση οι στερεοποιήσεις
      γενική της στερεοποίησης* των στερεοποιήσεων
    αιτιατική τη στερεοποίηση τις στερεοποιήσεις
     κλητική στερεοποίηση στερεοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, στερεοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

στερεοποίηση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή στερεοποίη(σις) + -ση (-ηση). Μορφολογικά αναλύεται σε στερεο- + -ποίηση.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ste.ɾe.oˈpi.i.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στε‐ρε‐ο‐ποί‐η‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

στερεοποίηση θηλυκό

  • η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του στερεοποιώ
    Η στερεοποίηση των υγρών γίνεται με ψύξη.

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία