μοντελίστ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μοντελίστ < (άμεσο δάνειο) γαλλική modéliste < modèle < δημώδης λατινική modellus < λατινική modulus, υποκοριστικό του modus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *mod-os (μέτρο) < *med- (μετρώ)
Ουσιαστικό επεξεργασία
μοντελίστ αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο
- (επάγγελμα) σχεδιαστής νέων μοντέλων ρούχων
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη μοντέλο