Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μοντελίστα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
μοντελίστ
α
οι
μοντελίστ
ες
γενική
της
μοντελίστ
ας
των
μοντελιστ
ών
αιτιατική
τη
μοντελίστ
α
τις
μοντελίστ
ες
κλητική
μοντελίστ
α
μοντελίστ
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
μοντελίστα
<
ιταλική
modelista
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μοντελίστα
θηλυκό
(
επάγγελμα
)
άλλη μορφή
του
μοντελίστ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μοντελίστα
→
δείτε
τη λέξη
μοντελίστ