μοντελισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μοντελισμός < μοντέλο + -ισμός < ιταλική modello < λατινική modus ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική modeling)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /mo.de.liˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μο‐ντε‐λι‐σμός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμοντελισμός αρσενικό
- η συναρμολόγηση μοντέλων αεροπλάνων, πλοίων κ.λπ., τα οποία αποτελούν μικρογραφία των αυθεντικών
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη μοντέλο