↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μοντελισμός οι μοντελισμοί
      γενική του μοντελισμού των μοντελισμών
    αιτιατική τον μοντελισμό τους μοντελισμούς
     κλητική μοντελισμέ μοντελισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μοντελισμός < μοντέλο + -ισμός < ιταλική modello < λατινική modus ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική modeling)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /mo.de.liˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μο‐ντε‐λι‐σμός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μοντελισμός αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία