φωτόμετρο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φωτόμετρο | τα | φωτόμετρα |
γενική | του | φωτόμετρου & φωτομέτρου |
των | φωτόμετρων & φωτομέτρων |
αιτιατική | το | φωτόμετρο | τα | φωτόμετρα |
κλητική | φωτόμετρο | φωτόμετρα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φωτόμετρο < λόγιο ενδογενές δάνειο: photomètre[1] < αρχαία ελληνική φῶς + μέτρον
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφωτόμετρο ουδέτερο
- συσκευή, είτε αυτόνομη είτε ενσωματωμένη σε φωτογραφική μηχανή, η οποία μετρά την ένταση του φωτός
Συγγενικά
επεξεργασία- αστροφωτομετρία
- αστροφωτόμετρο
- φωτομετρημένος
- φωτομέτρηση
- φωτομετρία
- φωτομετρικός
- φωτομετρώ
- → δείτε τις λέξεις φως και μέτρο
Μεταφράσεις
επεξεργασία φωτόμετρο
- ↑ φωτόμετρο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας