↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φωτομετρία οι φωτομετρίες
      γενική της φωτομετρίας των φωτομετριών
    αιτιατική τη φωτομετρία τις φωτομετρίες
     κλητική φωτομετρία φωτομετρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φωτομετρία (μαρτυρείται από το 1882)[1] < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική photométrie < φῶς + μἐτρον, μορφολογικά αναλύεται φωτο- + -μετρία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φωτομετρία θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σελ. 1096, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου