φωτομετρικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φωτομετρικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική photométrique < φῶς + μέτρον
Επίθετο
επεξεργασίαφωτομετρικός
- σχετικός με τη φωτομετρία
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία φωτομετρικός