Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
φωτομετρικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
φωτομετρικ
ός
η
φωτομετρικ
ή
το
φωτομετρικ
ό
γενική
του
φωτομετρικ
ού
της
φωτομετρικ
ής
του
φωτομετρικ
ού
αιτιατική
τον
φωτομετρικ
ό
τη
φωτομετρικ
ή
το
φωτομετρικ
ό
κλητική
φωτομετρικ
έ
φωτομετρικ
ή
φωτομετρικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
φωτομετρικ
οί
οι
φωτομετρικ
ές
τα
φωτομετρικ
ά
γενική
των
φωτομετρικ
ών
των
φωτομετρικ
ών
των
φωτομετρικ
ών
αιτιατική
τους
φωτομετρικ
ούς
τις
φωτομετρικ
ές
τα
φωτομετρικ
ά
κλητική
φωτομετρικ
οί
φωτομετρικ
ές
φωτομετρικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
φωτομετρικός
<
λόγιο ενδογενές δάνειο
:
γαλλική
photométrique
<
φῶς
+
μέτρον
Επίθετο
επεξεργασία
φωτομετρικός
σχετικός με τη
φωτομετρία
Συγγενικά
επεξεργασία
φωτομετρώ
φωτομετρία
φωτομέτρηση
Μεταφράσεις
επεξεργασία
φωτομετρικός
αγγλικά
:
photometric
(en)
γαλλικά
:
photométrique
(fr)