Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υπερευαίσθητος η υπερευαίσθητη το υπερευαίσθητο
      γενική του υπερευαίσθητου της υπερευαίσθητης του υπερευαίσθητου
    αιτιατική τον υπερευαίσθητο την υπερευαίσθητη το υπερευαίσθητο
     κλητική υπερευαίσθητε υπερευαίσθητη υπερευαίσθητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υπερευαίσθητοι οι υπερευαίσθητες τα υπερευαίσθητα
      γενική των υπερευαίσθητων των υπερευαίσθητων των υπερευαίσθητων
    αιτιατική τους υπερευαίσθητους τις υπερευαίσθητες τα υπερευαίσθητα
     κλητική υπερευαίσθητοι υπερευαίσθητες υπερευαίσθητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπερευαίσθητος < υπερ- + ευαίσθητος ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική hypersensible)

  Επίθετο επεξεργασία

υπερευαίσθητος

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία