υπερευαισθησία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- υπερευαισθησία < υπερ- + ευαισθησία ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική hypersensibilité)
Ουσιαστικό επεξεργασία
υπερευαισθησία θηλυκό
- εξαιρετικά μεγάλη, συνήθως παθολογικά, ευαισθησία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
υπερευαισθησία