φωτοευαίσθητος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φωτοευαίσθητος < φωτο- + ευαίσθητος ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική photosensitive)
Επίθετο επεξεργασία
φωτοευαίσθητος
- που είναι ευαίσθητος στο φως, που αλλοιώνεται ή χαλάει με την έκθεσή του στο φως
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις φως, ευαίσθητος και αισθάνομαι
Μεταφράσεις επεξεργασία
φωτοευαίσθητος