φωτοευπαθής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | φωτοευπαθής | η | φωτοευπαθής | το | φωτοευπαθές |
γενική | του | φωτοευπαθούς* | της | φωτοευπαθούς | του | φωτοευπαθούς |
αιτιατική | τον | φωτοευπαθή | τη | φωτοευπαθή | το | φωτοευπαθές |
κλητική | φωτοευπαθή(ς) | φωτοευπαθής | φωτοευπαθές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | φωτοευπαθείς | οι | φωτοευπαθείς | τα | φωτοευπαθή |
γενική | των | φωτοευπαθών | των | φωτοευπαθών | των | φωτοευπαθών |
αιτιατική | τους | φωτοευπαθείς | τις | φωτοευπαθείς | τα | φωτοευπαθή |
κλητική | φωτοευπαθείς | φωτοευπαθείς | φωτοευπαθή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φωτοευπαθής < φωτο- + ευπαθής < αρχαία ελληνική εὐπαθής < εὖ + πάσχω ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική photosensitive)
Επίθετο
επεξεργασίαφωτοευπαθής
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία φωτοευπαθής
|