Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υπεραισθησία οι υπεραισθησίες
      γενική της υπεραισθησίας των υπεραισθησιών
    αιτιατική την υπεραισθησία τις υπεραισθησίες
     κλητική υπεραισθησία υπεραισθησίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπεραισθησία < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υπεραισθησία θηλυκό

  1. (ιατρική) η χαμηλού ορίου (εύκολη) απόκριση στα ερεθίσματα
  2. (ιατρική) η υπερβολική απόκριση και κυρίως αντίδραση στα ερεθίσματα
  3. (ψυχολογία) η νοερή ερεθισματική γένεση (ενώ δεν υπάρχουν εξωτερικά ερεθίσματα)
    ψευδοβιωματικότητα, κιβδηλοβιωματικότητα
    (διότι ψευδοβιωματικότητα δεν υφίσταται, ακόμα και ένα ψευδές ερέθισμα παράγει βιωματικότητα)

  Μεταφράσεις επεξεργασία