ενεστώτας reprehend
γ΄ ενικό ενεστώτα reprehends
αόριστος reprehended
παθητική μετοχή reprehended
ενεργητική μετοχή reprehending

reprehend (en)

  • reprehend - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)