reproach
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | reproach |
γ΄ ενικό ενεστώτα | reproaches |
αόριστος | reproached |
παθητική μετοχή | reproached |
ενεργητική μετοχή | reproaching |
Ρήμα
επεξεργασίαreproach (en)
ενεστώτας | reproach |
γ΄ ενικό ενεστώτα | reproaches |
αόριστος | reproached |
παθητική μετοχή | reproached |
ενεργητική μετοχή | reproaching |
reproach (en)