chastise
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενεστώτας | chastise |
γ΄ ενικό ενεστώτα | chastises |
αόριστος | chastised |
παθητική μετοχή | chastised |
ενεργητική μετοχή | chastising |
Ρήμα επεξεργασία
chastise (en)
ενεστώτας | chastise |
γ΄ ενικό ενεστώτα | chastises |
αόριστος | chastised |
παθητική μετοχή | chastised |
ενεργητική μετοχή | chastising |
chastise (en)