Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας lambaste
γ΄ ενικό ενεστώτα lambastes
αόριστος lambasted
παθητική μετοχή lambasted
ενεργητική μετοχή lambasting

  Ρήμα επεξεργασία

lambaste (en)

  1. χτυπώ, δέρνω
  2. επικρίνω σφοδρά
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη criticize

  Πηγές επεξεργασία