lambaste
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενεστώτας | lambaste |
γ΄ ενικό ενεστώτα | lambastes |
αόριστος | lambasted |
παθητική μετοχή | lambasted |
ενεργητική μετοχή | lambasting |
Ρήμα επεξεργασία
lambaste (en)
ενεστώτας | lambaste |
γ΄ ενικό ενεστώτα | lambastes |
αόριστος | lambasted |
παθητική μετοχή | lambasted |
ενεργητική μετοχή | lambasting |
lambaste (en)