ενεστώτας chide
γ΄ ενικό ενεστώτα chides
αόριστος chid, chided, chode
παθητική μετοχή chid, chided, chidden
ενεργητική μετοχή chiding
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

chide (en)