chide
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | chide |
γ΄ ενικό ενεστώτα | chides |
αόριστος | chid, chided, chode |
παθητική μετοχή | chid, chided, chidden |
ενεργητική μετοχή | chiding |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
Ρήμα
επεξεργασίαchide (en)
ενεστώτας | chide |
γ΄ ενικό ενεστώτα | chides |
αόριστος | chid, chided, chode |
παθητική μετοχή | chid, chided, chidden |
ενεργητική μετοχή | chiding |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
chide (en)