• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

παρατηρημένος

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Μετοχή
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

πτώση ενικός
ονομαστική παρατηρημένος παρατηρημένη παρατηρημένο
γενική παρατηρημένου παρατηρημένης παρατηρημένου
αιτιατική παρατηρημένο παρατηρημένη παρατηρημένο
κλητική παρατηρημένε παρατηρημένη παρατηρημένο
πτώση πληθυντικός
ονομαστική παρατηρημένοι παρατηρημένες παρατηρημένα
γενική παρατηρημένων παρατηρημένων παρατηρημένων
αιτιατική παρατηρημένους παρατηρημένες παρατηρημένα
κλητική παρατηρημένοι παρατηρημένες παρατηρημένα

  Ετυμολογία Επεξεργασία

παρατηρημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος παρατηρώ, παρατηρούμαι

  ΜετοχήΕπεξεργασία

παρατηρημένος, -η, -ο

  • → δείτε τη λέξη παρατηρώ

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    παρατηρημένος
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=παρατηρημένος&oldid=4728031"
Τελευταία επεξεργασία στις 16 Αυγούστου 2020, στις 10:48

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 16 Αυγούστου 2020, στις 10:48.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie