↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παρατηρημένος η παρατηρημένη το παρατηρημένο
      γενική του παρατηρημένου της παρατηρημένης του παρατηρημένου
    αιτιατική τον παρατηρημένο την παρατηρημένη το παρατηρημένο
     κλητική παρατηρημένε παρατηρημένη παρατηρημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παρατηρημένοι οι παρατηρημένες τα παρατηρημένα
      γενική των παρατηρημένων των παρατηρημένων των παρατηρημένων
    αιτιατική τους παρατηρημένους τις παρατηρημένες τα παρατηρημένα
     κλητική παρατηρημένοι παρατηρημένες παρατηρημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παρατηρημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου παρατηρώ, παρατηρούμαι

παρατηρημένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία