Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
παρατηρημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
παρατηρημέν
ος
η
παρατηρημέν
η
το
παρατηρημέν
ο
γενική
του
παρατηρημέν
ου
της
παρατηρημέν
ης
του
παρατηρημέν
ου
αιτιατική
τον
παρατηρημέν
ο
την
παρατηρημέν
η
το
παρατηρημέν
ο
κλητική
παρατηρημέν
ε
παρατηρημέν
η
παρατηρημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
παρατηρημέν
οι
οι
παρατηρημέν
ες
τα
παρατηρημέν
α
γενική
των
παρατηρημέν
ων
των
παρατηρημέν
ων
των
παρατηρημέν
ων
αιτιατική
τους
παρατηρημέν
ους
τις
παρατηρημέν
ες
τα
παρατηρημέν
α
κλητική
παρατηρημέν
οι
παρατηρημέν
ες
παρατηρημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
παρατηρημένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
παρατηρώ
,
παρατηρούμαι
Μετοχή
επεξεργασία
παρατηρημένος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
παρατηρώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
παρατηρημένος
γαλλικά
:
observé
(fr)