παρατηρούμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαπαρατηρούμαι
- παθητική φωνή του ρήματος παρατηρώ
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | παρατηρούμαι | παρατηρούμουν | θα παρατηρούμαι | να παρατηρούμαι | ||
β' ενικ. | παρατηρείσαι | παρατηρούσουν | θα παρατηρείσαι | να παρατηρείσαι | ||
γ' ενικ. | παρατηρείται | παρατηρούνταν | θα παρατηρείται | να παρατηρείται | ||
α' πληθ. | παρατηρούμαστε | παρατηρούμασταν παρατηρούμαστε |
θα παρατηρούμαστε | να παρατηρούμαστε | ||
β' πληθ. | παρατηρείστε | παρατηρούσασταν παρατηρούσαστε |
θα παρατηρείστε | να παρατηρείστε | παρατηρείστε | |
γ' πληθ. | παρατηρούνται | παρατηρούνταν | θα παρατηρούνται | να παρατηρούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | παρατηρήθηκα | θα παρατηρηθώ | να παρατηρηθώ | παρατηρηθεί | ||
β' ενικ. | παρατηρήθηκες | θα παρατηρηθείς | να παρατηρηθείς | παρατηρήσου | ||
γ' ενικ. | παρατηρήθηκε | θα παρατηρηθεί | να παρατηρηθεί | |||
α' πληθ. | παρατηρηθήκαμε | θα παρατηρηθούμε | να παρατηρηθούμε | |||
β' πληθ. | παρατηρηθήκατε | θα παρατηρηθείτε | να παρατηρηθείτε | παρατηρηθείτε | ||
γ' πληθ. | παρατηρήθηκαν παρατηρηθήκαν(ε) |
θα παρατηρηθούν(ε) | να παρατηρηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω παρατηρηθεί | είχα παρατηρηθεί | θα έχω παρατηρηθεί | να έχω παρατηρηθεί | παρατηρημένος | |
β' ενικ. | έχεις παρατηρηθεί | είχες παρατηρηθεί | θα έχεις παρατηρηθεί | να έχεις παρατηρηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει παρατηρηθεί | είχε παρατηρηθεί | θα έχει παρατηρηθεί | να έχει παρατηρηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε παρατηρηθεί | είχαμε παρατηρηθεί | θα έχουμε παρατηρηθεί | να έχουμε παρατηρηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε παρατηρηθεί | είχατε παρατηρηθεί | θα έχετε παρατηρηθεί | να έχετε παρατηρηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν παρατηρηθεί | είχαν παρατηρηθεί | θα έχουν παρατηρηθεί | να έχουν παρατηρηθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία παρατηρούμαι