μικροπαρατήρηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μικροπαρατήρηση | οι | μικροπαρατηρήσεις |
γενική | της | μικροπαρατήρησης | των | μικροπαρατηρήσεων |
αιτιατική | τη | μικροπαρατήρηση | τις | μικροπαρατηρήσεις |
κλητική | μικροπαρατήρηση | μικροπαρατηρήσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μικροπαρατήρηση < μικρο- + παρατήρηση
Ουσιαστικό επεξεργασία
μικροπαρατήρηση θηλυκό
- παρατήρηση μικρής ή δευτερεύουσας σημασίας
Μεταφράσεις επεξεργασία
μικροπαρατήρηση
|