παρατηρητικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαπαρατηρητικά < παρατηρητικός + -ά
Επίρρημα
επεξεργασίαπαρατηρητικά
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη παρατηρώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία παρατηρητικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαπαρατηρητικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του παρατηρητικός