παρατηρητικότης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παρατηρητικότης (μαρτυρείται από το 1885) [1] < παρατηρητικ(ός) + -ότης
Ουσιαστικό επεξεργασία
παρατηρητικότης, -ητος θηλυκό
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ σελ. 780, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου