Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αξιοπαρατήρητος η αξιοπαρατήρητη το αξιοπαρατήρητο
      γενική του αξιοπαρατήρητου της αξιοπαρατήρητης του αξιοπαρατήρητου
    αιτιατική τον αξιοπαρατήρητο την αξιοπαρατήρητη το αξιοπαρατήρητο
     κλητική αξιοπαρατήρητε αξιοπαρατήρητη αξιοπαρατήρητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αξιοπαρατήρητοι οι αξιοπαρατήρητες τα αξιοπαρατήρητα
      γενική των αξιοπαρατήρητων των αξιοπαρατήρητων των αξιοπαρατήρητων
    αιτιατική τους αξιοπαρατήρητους τις αξιοπαρατήρητες τα αξιοπαρατήρητα
     κλητική αξιοπαρατήρητοι αξιοπαρατήρητες αξιοπαρατήρητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αξιοπαρατήρητος < αξιο- + παρατηρώ + -τος

  Επίθετο επεξεργασία

αξιοπαρατήρητος, -η, -ο

Συγγενικά επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία