αξιοπαρατήρητος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
αξιοπαρατήρητος, -η, -ο
- που αξίζει να τον παρατηρεί κάποιος
Συγγενικά
επεξεργασία- αξιοπαρατήρητα
- → δείτε τις λέξεις άξιος και παρατηρώ
Συνώνυμα
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αξιοπαρατήρητος
|