αξιοπαρατήρητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
αξιοπαρατήρητα < αξιοπαρατήρητος + -α
Επίρρημα
επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασία
αξιοπαρατήρητα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αξιοπαρατήρητος