Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αντιπαρατήρηση οι αντιπαρατηρήσεις
      γενική της αντιπαρατήρησης* των αντιπαρατηρήσεων
    αιτιατική την αντιπαρατήρηση τις αντιπαρατηρήσεις
     κλητική αντιπαρατήρηση αντιπαρατηρήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αντιπαρατηρήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντιπαρατήρηση < αντι- + παρατήρηση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αντιπαρατήρηση[1] [2] θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. αντιπαρατήρησηΓεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. αντιπαρατήρηση - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)