αντιπαρατήρηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αντιπαρατήρηση | οι | αντιπαρατηρήσεις |
γενική | της | αντιπαρατήρησης* | των | αντιπαρατηρήσεων |
αιτιατική | την | αντιπαρατήρηση | τις | αντιπαρατηρήσεις |
κλητική | αντιπαρατήρηση | αντιπαρατηρήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αντιπαρατηρήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αντιπαρατήρηση < αντι- + παρατήρηση
Ουσιαστικό
επεξεργασία- (λόγιο) παρατήρηση που γίνεται ως απάντηση σε προηγούμενη παρατήρηση
Μεταφράσεις
επεξεργασία αντιπαρατήρηση
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αντιπαρατήρηση - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ αντιπαρατήρηση - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)