Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
destination destinations

  Ουσιαστικό επεξεργασία

destination (en)

  • ο προορισμός
    Tourists have loved Greece as a destination in the summer.
    Οι τουρίστες έχουν αγαπήσει την Ελλάδα σαν προορισμό το καλοκαίρι.

  Πηγές επεξεργασία



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
destination destinations

destination (fr) θηλυκό