fédéraliste
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
fédéraliste | fédéralistes |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαfédéraliste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- οπαδός της ομοσπονδιακής οργάνωσης πολλών κρατών
ενικός | πληθυντικός |
fédéraliste | fédéralistes |
fédéraliste (fr) αρσενικό ή θηλυκό