fédération
Γαλλικά (fr)Επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
fédération | fédérations |
Ετυμολογία Επεξεργασία
fédération < λατινική foederatio < foederare
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
fédération (fr) θηλυκό
- (πολιτική) η ομοσπονδία
Επεξεργασία
ΠηγέςΕπεξεργασία
- fédération - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé