ομοσπονδία
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ομοσπονδία < ομόσπονδος + -ία < αρχαία ελληνική ὁμόσπονδος < ὁμοῦ + σπονδή
- Η λέξη μαρτυρείται από το 1836.
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /o.mo.sponˈði.a/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ομοσπονδία θηλυκό
- η ένωση δύο τουλάχιστον ανεξάρτητων κι αυτόνομων κρατών, ώστε να συνιστούν μια ενιαία κρατική υπόσταση με διεθνή προσωπικότητα, κοινό σύνταγμα και εσωτερικό δίκαιο
- ελβετική ομοσπονδία
- η ένωση δύο τουλάχτον σωματείων, συλλόγων, συνεταιρισμών, οργανώσεων κ.λπ. με κοινούς σκοπούς με ενιαία διοίκηση και διεύθυνση
- ομοσπονδία ναυτεργατών
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ομοσπονδία
|