ὁμόσπονδος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαὁμόσπονδος
- το καθένα από τα δύο άτομα ή μέρη που έχουν δεσμευτεί με ανακωχή
- που μοιράζεται σπονδή, που πίνει από το ίδιο ποτήρι
Δείτε επίσης : ομόσπονδος |
ὁμόσπονδος