Δείτε επίσης: ομόσπονδος

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ὁμόσπονδος < ὁμοῦ + σπονδή

  Επίθετο επεξεργασία

ὁμόσπονδος

  1. το καθένα από τα δύο άτομα ή μέρη που έχουν δεσμευτεί με ανακωχή
  2. που μοιράζεται σπονδή, που πίνει από το ίδιο ποτήρι

Ταυτόσημο επεξεργασία