Δείτε επίσης: ὁμόσπονδος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ομόσπονδος η ομόσπονδη το ομόσπονδο
      γενική του ομόσπονδου της ομόσπονδης του ομόσπονδου
    αιτιατική τον ομόσπονδο την ομόσπονδη το ομόσπονδο
     κλητική ομόσπονδε ομόσπονδη ομόσπονδο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ομόσπονδοι οι ομόσπονδες τα ομόσπονδα
      γενική των ομόσπονδων των ομόσπονδων των ομόσπονδων
    αιτιατική τους ομόσπονδους τις ομόσπονδες τα ομόσπονδα
     κλητική ομόσπονδοι ομόσπονδες ομόσπονδα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ομόσπονδος < αρχαία ελληνική ὁμόσπονδος (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική fédéré)

  Επίθετο επεξεργασία

ομόσπονδος

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία