συνομοσπονδιακός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συνομοσπονδιακός < συνομοσπονδία + -ακός
Επίθετο
επεξεργασίασυνομοσπονδιακός
- που έχει σχέση με συνομοσπονδία ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις ομόσπονδος, ομού και σπονδή
Μεταφράσεις
επεξεργασία συνομοσπονδιακός