federation
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
federation < (άμεσο δάνειο) γαλλική fédération < λατινική foederatio < foederare
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Ιντερλίνγκουα (ia)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Σουηδικά (sv)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
federation (sv)