σπονδείος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σπονδείος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σπονδεῖος
Ουσιαστικό
επεξεργασίασπονδείος αρσενικό
- (μετρική) μετρικός πόδας της αρχαίας ελληνικής και λατινικής ποίησης που αποτελείται από 2 μακρές συλλαβές
Συγγενικά
επεξεργασία- σπονδειακός
- → δείτε τη λέξη σπονδή
Μεταφράσεις
επεξεργασία σπονδείος
|