αιολικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αιολικός | η | αιολική | το | αιολικό |
γενική | του | αιολικού | της | αιολικής | του | αιολικού |
αιτιατική | τον | αιολικό | την | αιολική | το | αιολικό |
κλητική | αιολικέ | αιολική | αιολικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αιολικοί | οι | αιολικές | τα | αιολικά |
γενική | των | αιολικών | των | αιολικών | των | αιολικών |
αιτιατική | τους | αιολικούς | τις | αιολικές | τα | αιολικά |
κλητική | αιολικοί | αιολικές | αιολικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.o.liˈkos/
Επίθετο
επεξεργασίααιολικός
- που συσχετίζεται με τους ανέμους
- αιολική ενέργεια
- που αναφέρεται σε ή έχει σχέση με τους Aιολείς (φυλή αρχαίων Ελλήνων)
- αιολική διάλεκτος